πανσκαφία

πανσκαφία
ή πανσκαφεία, ἡ, Μ
το να ανοίγει ο γεωργός βαθιούς λάκκους για να φυτέψει τα δέντρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -σκαφία (< -σκαφος < σκάπτω), πρβλ. φυτο-σκαφία. Ο τ. πανσκαφεία < παν-* + σκαφεία «σκάψιμο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πανσκαφίας — πανσκαφίᾱς , πανσκαφία digging pits for planting fem acc pl πανσκαφίᾱς , πανσκαφία digging pits for planting fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”