- πανσκαφία
- ή πανσκαφεία, ἡ, Μτο να ανοίγει ο γεωργός βαθιούς λάκκους για να φυτέψει τα δέντρα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -σκαφία (< -σκαφος < σκάπτω), πρβλ. φυτο-σκαφία. Ο τ. πανσκαφεία < παν-* + σκαφεία «σκάψιμο»].
Dictionary of Greek. 2013.